- πλέγμα
- Συγκρότημα νεύρων ή αιμοφόρων αγγείων, που συνδέονται στενά μεταξύ τους, έτσι που να σχηματίζουν ένα είδος δικτύου. Υπάρχουν πλέγματα στο νευρικό και στο κυκλοφορικό σύστημα του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών.
Σχετικά με τον άνθρωπο πρέπει να αναφέρουμε τα π. που σχηματίζονται από τα νεύρα του νωτιαίου μυελού, όπως το αυχενικό π., το βραχιόνιο και το οσφυϊκό, και από τα νεύρα του συμπαθητικού, όπως το καρδιακό π., το νεφρικό και το επινεφριδιακό, το ηπατικό, το σπληνικό, το ηλιακό. Από τα τελευταία αυτά αξίζουν ιδιαίτερη μνεία, από φυσιοπαθολογική σκοπιά, το καρδιακό και το ηλιακό π. Το πρώτο αποτελείται από τη σύμπλεξη 12 νευρικών κλάδων, από τους oποίους 6 προέρχονται από την αυχενική περιοχή του συμπαθητικού και οι άλλοι 6 από το πνευμονογαστρικό. Από το καρδιακό π. εκπορεύονται πολυάριθμοι τελικοί κλάδοι που διανέμονται στην καρδιά, στο περικάρδιο, στην αορτή και στην πνευμονική αρτηρία. Το δεύτερο, το ηλιακό ή κοιλιακό π., συγκροτείται από κλάδους των ημισεληνοειδών γαγγλίων έχει σχήμα αστεροειδές και βρίσκεται βαθιά στην κοιλιά, κάτω από το πάγκρεας, πάνω στην αορτή, στην κοιλιακή αρτηρία και στην άνω μεσεντέρια. Οι ίνες του π. διανέμονται στα σπλάχνα της κοιλιάς –συκώτι, έντερο, κ.ά.– και στα τοιχώματα της κοιλιάς, ακολουθώντας τις διακλαδώσεις των αρτηριών που αναφέρθηκαν. Από τα αγγειακά π. αναφέρουμε το χοριοειδές π., σύμπλεγμα αγγειακών σχηματισμών της τρίτης κοιλίας και των πλάγιων κοιλιών του εγκεφάλου που σχηματίζεται από αρτηρίες, φλέβες και από μια επιθηλιακή επένδυση επενδυμικής προέλευσης· συμμετέχει στην έκκριση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού. Εξαιτίας φλεγμονής του χοριοειδούς π. παράγεται εγκεφαλονωτιαίο υγρό σε υπερβολική ποσότητα· αυτή η παθολογική κατάσταση είναι υπεύθυνη της ορώδους χοριοειδίτιδας ή της ορώδους μηνιγγίτιδας.
* * *το, ΝΜΑ, και πλέμα Ν [πλέκω]1. καθετί που έχει πλεχθεί ή συστραφεί, ὁπως λ.χ. είναι το δίχτυ ή η πλεξίδα τών μαλλιών τών γυναικών («κοσμεῑν ἑαυτὰς μὴ ἐν πλέγμασι ἤ χρυσῷ ἤ μαργαρίταις», ΚΔ)2. μτφ. συνδυασμός λέξεωννεοελλ.1. λεπτό δίχτυ, φιλές κατάλληλος για την περίδεση τής γυναικείας κόμης2. μτφ. σύνολο συνδεόμενων μεταξύ τους πραγμάτων ή καταστάσεων («πλέγμα δυσκολιών»)3. ανατ. δίκτυο αγγείων ή νεύρων που αναστομώνονται και διαπλέκονται μεταξύ τους4. (ηλεκτρον.) ηλεκτρόδιο τών ηλεκτρονικών λυχνιών αποτελούμενο από διάτρητο, μεταλλικό φύλλο ή από λεπτό σύρμα τυλιγμένο σπειροειδώς, το οποίο τοποθετείται μεταξύ καθόδου και ανόδου και είτε ρυθμίζει το ανοδικό ρεύμα είτε προστατεύει την άνοδο5. (φωτογρμμ.-τοπογρ.) δικτυωτό σχηματιζόμενο από δύο ομάδες παράλληλων και ισαπεχουσών γραμμών, οι οποίες τέμνονται καθέτως, αλλ. κάναβοςμσν.φρ. «πλέγμα γυίων» — εναγκαλισμόςαρχ.1. καθετί το οποίο προέρχεται από πλέξη, κάθε πλεγμένο πράγμα2. στον πληθ. τὰ πλέγματαστέφανοι, στέμματα3. (γενικά) συμπλοκή4. φρ. α) «τὸ τοῡ κύρτου πλέγμα» ή «τὸ πλέγμα» — ο κύρτοςβ) «πλέγμα ἕλικος» — ο συστρεφόμενος έλικας ή πλόκαμος τής αμπέλουγ) «πλέγμα δικτυοειδές» — το λεγόμενο θαυμάσιο δίκτυο τού Γαληνού, δηλαδή αγγειακό δίκτυο που παράγεται από τη διαίρεση ενός αγγείου, ειδικά μιας αρτηρίας, σε λεπτότατα τριχοειδή, τα οποία ξαναενώνονται ανασχηματίζοντας ένα ὁμοιο με το αρχικό αγγείο, ὁπως είναι λ.χ. το αγγειώδες σπείραμα τών νεφρών.
Dictionary of Greek. 2013.